Обтрепываться στα ελληνικά
Μετάφραση: обтрепываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφτίζω, συμπλοκή, obtrepyvatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абдуктор στα ελληνικά - απαγωγέας, απαγωγέα, του απαγωγέα, τον απαγωγέα, δυνατότητας του απαγωγέα
- безнадежно στα ελληνικά - απελπιστικά, απελπισμένα, αθεράπευτα, ανεπανόρθωτα
- безъядерный στα ελληνικά - απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα, αποπυρηνικοποιημένη, χωρίς πυρηνικά, απαλλαγμένο από πυρηνικά, αποπυρηνικοποιημένης
- вольт στα ελληνικά - κάβα, βόλτ, volt, βολτ
Τυχαίες λέξεις
Обтрепываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφτίζω, συμπλοκή, obtrepyvatsya
Μεταφράσεις: ξεφτίζω, συμπλοκή, obtrepyvatsya