Обуревать στα ελληνικά
Μετάφραση: обуревать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, καταλαμβάνω, κατάσχω, λαβή, κράτημα, πνίγω, συντρίβω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутригер στα ελληνικά - εξωτερικό στήριγμα ακάτου, Outrigger, με προώστες, ζυγοστάτη, το ζυγοστάτη
- балованный στα ελληνικά - κακομαθημένος, χαλασμένος, χαλασμένο, χάλασε, κακομαθημένο
- военачальник στα ελληνικά - πολέμαρχος, πολέμαρχο, πολέμαρχου, Ο τύραννος, Ο τύραννος που
- вопреки στα ελληνικά - εναντίον, κατά, σε αντίθεση με, αντίθετα με, αντίθετα προς, αντίθετη προς, αντίθετο προς
Τυχαίες λέξεις
Обуревать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, καταλαμβάνω, κατάσχω, λαβή, κράτημα, πνίγω, συντρίβω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Μεταφράσεις: πιάνω, καταλαμβάνω, κατάσχω, λαβή, κράτημα, πνίγω, συντρίβω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις