Обуять στα ελληνικά
Μετάφραση: обуять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράτημα, κατάσχω, καταλαμβάνω, νικημένος, ξεπερνώ, πιάνω, λαβή, ξεπεράστηκε, υπερνικήθηκε, είχε ξεπεραστεί, υπερβλήθηκε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспрецедентный στα ελληνικά - πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, πρωτοφανή, χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανείς
- бессчетный στα ελληνικά - αναρίθμητα, αναρίθμητες, αμέτρητα, αμέτρητες, αναρίθμητων
- брезгливый στα ελληνικά - αψίκορος, λεπτολόγος, τάση προς εμετό, σιχασιάρης, σιχασιάρηδες, σιχασιάρεις
- декорированный στα ελληνικά - διακόσμηση, διακοσμημένα, διακοσμημένο, διακοσμημένη, είναι διακοσμημένα
Τυχαίες λέξεις
Обуять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράτημα, κατάσχω, καταλαμβάνω, νικημένος, ξεπερνώ, πιάνω, λαβή, ξεπεράστηκε, υπερνικήθηκε, είχε ξεπεραστεί, υπερβλήθηκε
Μεταφράσεις: κράτημα, κατάσχω, καταλαμβάνω, νικημένος, ξεπερνώ, πιάνω, λαβή, ξεπεράστηκε, υπερνικήθηκε, είχε ξεπεραστεί, υπερβλήθηκε