Объединение στα ελληνικά

Μετάφραση: объединение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέσχη, θεσπίζω, σχέση, σωματείο, δέσιμο, συνδυασμός, συγχώνευση, ενοποίηση, συνασπισμός, κοινότητα, ομοσπονδία, παραγγέλλω, εδραίωση, δεσμευτικός, σωματειακός, συντεχνία, ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως
Объединение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсурдный στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ανεκτίμητος, τραγελαφικός, ξεθάβω, παράλογος, τερατώδης, αλλόκοτος, ...
  • вдесятеро στα ελληνικά - δεκαπλάσιος, δέκα φορές, δεκαπλάσια, δεκαπλάσιο, κατά δέκα φορές
  • высеченный στα ελληνικά - λαξευμένα, πελεκητή, λαξευμένους, λαξευτές, πελεκητές
  • ганглий στα ελληνικά - γάγγλιο, γαγγλίου, γαγγλίων, γαγγλιακών, γαγγλιακά
Τυχαίες λέξεις
Объединение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέσχη, θεσπίζω, σχέση, σωματείο, δέσιμο, συνδυασμός, συγχώνευση, ενοποίηση, συνασπισμός, κοινότητα, ομοσπονδία, παραγγέλλω, εδραίωση, δεσμευτικός, σωματειακός, συντεχνία, ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως