Ενοποίηση στα ρωσικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
унификация, объединение, консолидация, консолидации, укрепление, консолидацию
Ενοποίηση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ρωσικά, ενοποίηση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα ρωσικά - уронить, распоясаться, проболтаться, прозевать, ронять, упустить, пропускать, ...
  • ενοικιάζω στα ρωσικά - дыра, надрыв, нанимать, расселина, рента, квартплата, нанять, ...
  • ενοποιώ στα ρωσικά - соединиться, роднить, сплачивать, объединяться, сплотиться, объединять, соединять, ...
  • ενορία στα ρωσικά - паперть, приход, прихожанин, волость, приходской, приходская, округ
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: унификация, объединение, консолидация, консолидации, укрепление, консолидацию