Объединяться στα ελληνικά
Μετάφραση: объединяться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνενώνω, συνδυάζω, ενοποιώ, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валик στα ελληνικά - άξονας, μπικουτί, κύλινδρος, ταινία, μαξιλάρι, κυλίνδρου, κύλινδρο, ...
- влить στα ελληνικά - ενσταλάζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
- вышеизложенный στα ελληνικά - προηγούμενα, ανωτέρω, προηγούμενες, προαναφερθέντα, προηγουμένων
- гренландия στα ελληνικά - Γροιλανδία, Γροιλανδίας, της Γροιλανδίας, τη Γροιλανδία, η Γροιλανδία
Τυχαίες λέξεις
Объединяться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνενώνω, συνδυάζω, ενοποιώ, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Μεταφράσεις: συνενώνω, συνδυάζω, ενοποιώ, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν