Обязывать στα ελληνικά
Μετάφραση: обязывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, φροντίδα, υποχρεώνω, πεδικλώνω, δένω, βιβλιοδετώ, κατηγορία, εξαναγκάζω, δεσμεύω, κάνω, φτιάχνω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бактериология στα ελληνικά - μικροβιολογία, βακτηριολογία, μικροβιολογίας, Βακτηριολογίας, βακτηριολογικές
- бесконтрольно στα ελληνικά - άνευ, χωρίς, ανεξέλεγκτος, ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτα, ανεξέλεγκτο, ανεξέλεγκτες
- восхищение στα ελληνικά - ευφροσύνη, έκσταση, θαυμασμός, ηδονή, εντρυφώ, χαρά, θαυμασμό, ...
- дубрава στα ελληνικά - ξύλο, Dubrava, Ντουμπράβα, της Dubrava
Τυχαίες λέξεις
Обязывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, φροντίδα, υποχρεώνω, πεδικλώνω, δένω, βιβλιοδετώ, κατηγορία, εξαναγκάζω, δεσμεύω, κάνω, φτιάχνω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, φροντίδα, υποχρεώνω, πεδικλώνω, δένω, βιβλιοδετώ, κατηγορία, εξαναγκάζω, δεσμεύω, κάνω, φτιάχνω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν