Оговаривать στα ελληνικά

Μετάφραση: оговаривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, συμφωνώ, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
Оговаривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вероятие στα ελληνικά - πιθανότητα, κίνδυνος, κινδύνου, πιθανότητας, ενδεχόμενο
  • гипертония στα ελληνικά - υπέρταση, υπέρτασης, η υπέρταση, της υπέρτασης, την υπέρταση
  • голубь-трубач στα ελληνικά - τρομπετίστας, τρομπετίστα, σαλπιγκτής, τον τρομπετίστα, trumpeter
  • дефект στα ελληνικά - ατέλεια, λάθος, μειονέκτημα, ζουζούνι, ψεγάδι, αποστατώ, αμαυρώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Оговаривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, συμφωνώ, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν