Ограничение στα ελληνικά

Μετάφραση: ограничение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκατάληψη, εξαναγκασμός, φραγμός, μπαρ, φράζω, σύνοψη, περιορισμός, πρόκριση, δεμένος, κάγκελο, εμποδίζω, συστολή, πρόληψη, περιστολή, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Ограничение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аннулированным στα ελληνικά - περιπατητικός, ακυρώθηκε, ακυρώσεις, ακυρωθεί, ακυρώσεις τουλάχιστον, ακυρώνεται
  • всемеро στα ελληνικά - επτάπλους, επταπλά, επταπλής, εφταπλή, επταπλές
  • дети στα ελληνικά - τσούρμο, μελαγχολώ, παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, τέκνα
  • диагональ στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
Τυχαίες λέξεις
Ограничение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκατάληψη, εξαναγκασμός, φραγμός, μπαρ, φράζω, σύνοψη, περιορισμός, πρόκριση, δεμένος, κάγκελο, εμποδίζω, συστολή, πρόληψη, περιστολή, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό