Огульный στα ελληνικά
Μετάφραση: огульный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρωτικός, άνευ διακρίσεως, αδιάκριτη, αδιακρίτως, αδιάκριτης, άνευ διακρίσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- батут στα ελληνικά - σουμιές, τραμπολίνο, το τραμπολίνο, τραμπολίνα, τραμπολίνου
- высылать στα ελληνικά - απελαύνω, αποβάλλω, στέλνω, εκτοπίζω, απελάσει, αποβάλει, απελαύνουν, ...
- двухосновный στα ελληνικά - διβασικός, διβασικό, διβασικού, διβασικά, διβασικών
- досматривать στα ελληνικά - ανασκόπηση, αναθεωρώ, παραβλέπω, κριτική, ανασκοπώ, επιθεωρώ, άποψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Огульный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρωτικός, άνευ διακρίσεως, αδιάκριτη, αδιακρίτως, αδιάκριτης, άνευ διακρίσεων
Μεταφράσεις: σαρωτικός, άνευ διακρίσεως, αδιάκριτη, αδιακρίτως, αδιάκριτης, άνευ διακρίσεων