Одурачивание στα ελληνικά

Μετάφραση: одурачивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπλόφα, ζαβολιάρης, κλέβω, ντόμπρος, φενακίζω, ευθύς, κοροϊδεύεις, κοροϊδεύουν, με κοροϊδεύεις, κοροϊδεύουμε, fooling
Одурачивание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атомный στα ελληνικά - πυρηνικός, ατομικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό
  • волчонок στα ελληνικά - κουτάβι, νεογνών, το κουτάβι, των νεογνών, νεογνού
  • долгоножка στα ελληνικά - μύγες, μυγών, τις μύγες, ευθεία, μύγες των
  • елейность στα ελληνικά - χρίσμα, μύρο, το χρίσμα, ευχέλαιο, χρίσματος
Τυχαίες λέξεις
Одурачивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπλόφα, ζαβολιάρης, κλέβω, ντόμπρος, φενακίζω, ευθύς, κοροϊδεύεις, κοροϊδεύουν, με κοροϊδεύεις, κοροϊδεύουμε, fooling