Одушевленный στα ελληνικά
Μετάφραση: одушевленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμψυχώνω, έμψυχος, ζωντανεύω, κινουμένων σχεδίων, κινούμενα, κινούμενα σχέδια, κινούμενη, κινούμενο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адъюнкт στα ελληνικά - μικρότερος, υφιστάμενος, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, ...
- бунчук στα ελληνικά - αλογοουρά, εκουίζετου, αλογουρά, ιππουρίς, αλογοουράς
- высовываться στα ελληνικά - κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, ...
- жеребец στα ελληνικά - επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
Τυχαίες λέξεις
Одушевленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμψυχώνω, έμψυχος, ζωντανεύω, κινουμένων σχεδίων, κινούμενα, κινούμενα σχέδια, κινούμενη, κινούμενο
Μεταφράσεις: εμψυχώνω, έμψυχος, ζωντανεύω, κινουμένων σχεδίων, κινούμενα, κινούμενα σχέδια, κινούμενη, κινούμενο