Одушевлять στα ελληνικά
Μετάφραση: одушевлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμψυχώνω, ζωντανεύω, πληροφορώ, έμψυχος, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση
Μεταφράσεις
- асфальтировать στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- воспаляться στα ελληνικά - αρμόζω, παίρνω, γίνομαι, αποκτώ, ερεθίζω, φλογίζω, φλέγω, ...
- всадник στα ελληνικά - αναβάτης, ιππότης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
- выяснять στα ελληνικά - φωτερός, διευκρινίζω, αναπτύσσω, ανάβω, ερωτώ, αερίζω, εξερευνώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Одушевлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμψυχώνω, ζωντανεύω, πληροφορώ, έμψυχος, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση
Μεταφράσεις: εμψυχώνω, ζωντανεύω, πληροφορώ, έμψυχος, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση