Окрашиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: окрашиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεκιάζω, κηλίδα, λεκές, λεκέ, λεκέδων, χρώση
Окрашиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • библиофил στα ελληνικά - βιβλιόφιλος, βιβλιόφιλου, βιβλιόφιλο, βιβλιοφιλική, ενός βιβλιόφιλου
  • вытряхнуть στα ελληνικά - κουνώ, σαλεύω, βγάλετε προς τα έξω, τρυπά έξω
  • грозиться στα ελληνικά - απειλώ, λεονταρισμός, μεγαλαυχώ, μανία, πολυβοϊα, δεχτήκαμε επιθέσεις, την πολυβοϊα
  • заболотить στα ελληνικά - βάλτος, έλος, κατακλυσθεί, κατακλύζεται, κατακλύζονται, πλημμυρισμένο, πλημμυρίσει
Τυχαίες λέξεις
Окрашиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεκιάζω, κηλίδα, λεκές, λεκέ, λεκέδων, χρώση