Омовение στα ελληνικά

Μετάφραση: омовение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύσιμο, νίψιμο, νήψη, δύναμη κάθαρσης, πλύση, έκπλυσις
Омовение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безгранично στα ελληνικά - απεριόριστα, limitlessly
  • вредоносный στα ελληνικά - δυσμενής, σατανικός, επιζήμιος, κακός, βλαβερός, επιβλαβής, επιβλαβή, ...
  • вспрыскивать στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
  • гаичка στα ελληνικά - χτύπημα, Tit, Τιτ, αιγίθαλος, βυζί
Τυχαίες λέξεις
Омовение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύσιμο, νίψιμο, νήψη, δύναμη κάθαρσης, πλύση, έκπλυσις