Опаляться στα ελληνικά
Μετάφραση: опаляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, καψαλίζω, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аграрный στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτική, αγροτικό, αγροτικής, αγροτικών
- бушующий στα ελληνικά - απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πολυτάραχος, θυελλώδης, θορυβωδώς, βίαιος, ...
- ветровал στα ελληνικά - αναπάντεχη τύχη, απροσδόκητο καλό, απροσδόκητα, καταιγίδες, απροσμενα δωρα
- доброжелательно στα ελληνικά - ευγενικά, ευγενώς, παρακαλούνται, καλοσύνη, την καλοσύνη
Τυχαίες λέξεις
Опаляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, καψαλίζω, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Μεταφράσεις: καίω, καψαλίζω, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως