Опечалиться στα ελληνικά

Μετάφραση: опечалиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρηνώ, σκεφτόμουν, νόμιζα, πενθώ, θλίβομαι, σκέψη, θρηνήσει, θρηνήσουν, λυπάστε, θλίβονται
Опечалиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арифметик στα ελληνικά - αριθμητικός
  • вдалеке στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, της απόστασης, της απόστασης που
  • выявляться στα ελληνικά - ανακαλύπτω, δείχνω, παράσταση, εμφαίνω, έρχονται, έρθουν, έρθει, ...
  • дьяк στα ελληνικά - διάκονος, υφηγητής, υπάλληλος, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, ...
Τυχαίες λέξεις
Опечалиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρηνώ, σκεφτόμουν, νόμιζα, πενθώ, θλίβομαι, σκέψη, θρηνήσει, θρηνήσουν, λυπάστε, θλίβονται