Опорочить στα ελληνικά
Μετάφραση: опорочить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, ρυπαίνω, σπιλώσουν
Μεταφράσεις
- абсентеизм στα ελληνικά - απουσίες, απουσιών, συχνών απουσιών, των απουσιών, απουσίας από
- вылепить στα ελληνικά - γλυπτό, άγαλμα, γλυπτική, καλούπι, μούχλα, καλουπιού, μήτρας, ...
- выложить στα ελληνικά - κοσμικός, στρώνω, παχουλός, αντιπροσωπεύω, ξαπλώνω, τροφαντός, πληρώνω, ...
- граф στα ελληνικά - μετρώ, κόμης, γραφική παράσταση, διάγραμμα, γράφημα, γραφήματος, γραφική παράσταση που
Τυχαίες λέξεις
Опорочить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, ρυπαίνω, σπιλώσουν
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, ρυπαίνω, σπιλώσουν