Опрокидывать στα ελληνικά
Μετάφραση: опрокидывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίχνω, αιχμή, πέφτω, γέρνω, αντιστρέφω, ρεγάλο, υποκρισία, γκρεμίζομαι, ξεφορτώνομαι, παρακάμπτω, αναποδογυρίζω, μπατάρω, πετώ, ανατρέπω, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вывихнутый στα ελληνικά - εξαρθρωμένο, εξαρθρώσει, εξάρθρωσε, εξάρθρωσε τον, εξαρθρωμένα
- грот-мачта στα ελληνικά - κύριος ιστός, mainmast
- грузно στα ελληνικά - βαριά, μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, έντονα, μεγάλο
- губошлеп στα ελληνικά - guboshlep
Τυχαίες λέξεις
Опрокидывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίχνω, αιχμή, πέφτω, γέρνω, αντιστρέφω, ρεγάλο, υποκρισία, γκρεμίζομαι, ξεφορτώνομαι, παρακάμπτω, αναποδογυρίζω, μπατάρω, πετώ, ανατρέπω, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Μεταφράσεις: ρίχνω, αιχμή, πέφτω, γέρνω, αντιστρέφω, ρεγάλο, υποκρισία, γκρεμίζομαι, ξεφορτώνομαι, παρακάμπτω, αναποδογυρίζω, μπατάρω, πετώ, ανατρέπω, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές