Опрятный στα ελληνικά
Μετάφραση: опрятный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγυρισμένος, κλαδεύω, τακτοποιώ, καθαρίζω, ψαλιδίζω, καθαρός, κουρεύω, κομψός, αρκετός, ακριβής, συγυρίζω, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бруствер στα ελληνικά - πεζούλα, προμαχών, πρόχωμα, ζώνες πλαϊνών, πλαϊνών, στηθαίο
- впервые στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- глотнуть στα ελληνικά - καταπίνω, χελιδόνι, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
- железнодорожник στα ελληνικά - του σιδηροδρομικού
Τυχαίες λέξεις
Опрятный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγυρισμένος, κλαδεύω, τακτοποιώ, καθαρίζω, ψαλιδίζω, καθαρός, κουρεύω, κομψός, αρκετός, ακριβής, συγυρίζω, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη
Μεταφράσεις: συγυρισμένος, κλαδεύω, τακτοποιώ, καθαρίζω, ψαλιδίζω, καθαρός, κουρεύω, κομψός, αρκετός, ακριβής, συγυρίζω, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη