Опускать στα ελληνικά
Μετάφραση: опускать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτεροκοπώ, βυθίζω, κάτω, ταπεινώνω, χαμηλώνω, πούπουλο, βυθίζομαι, ναυαγώ, μελαγχολώ, νεροχύτης, χαμηλότερος, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веротерпимость στα ελληνικά - ανεκτικότητα, ανοχή, την ανοχή, η ανοχή, ανοχή έναντι
- вышибала στα ελληνικά - ευταξίας ποτοπολείου, Bouncer, ψευτοπαλλικαρά, μπράβος, ψευτοπαλλικαράς
- горилла στα ελληνικά - γορίλα, τραμπούκος, γορίλλας, γορίλλα, γορίλας, γορίλλων
- жалобный στα ελληνικά - πένθιμος, περίλυπος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
Τυχαίες λέξεις
Опускать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, βυθίζω, κάτω, ταπεινώνω, χαμηλώνω, πούπουλο, βυθίζομαι, ναυαγώ, μελαγχολώ, νεροχύτης, χαμηλότερος, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, βυθίζω, κάτω, ταπεινώνω, χαμηλώνω, πούπουλο, βυθίζομαι, ναυαγώ, μελαγχολώ, νεροχύτης, χαμηλότερος, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο