Опустошать στα ελληνικά

Μετάφραση: опустошать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερημώνω, οχετός, στραγγίζω, καταστρέφω, αφανίζω, ερήμωση, ερημώ, λυμαίνονται
Опустошать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болотный στα ελληνικά - ελώδης, βάλτος, έλος, Marsh, βάλτο, βάλτου
  • водобоязнь στα ελληνικά - λύσσα, λύσσας, της λύσσας, τη λύσσα, αντιλυσσικών
  • воздержавшийся στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
  • забелить στα ελληνικά - ξασπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνουν τα, whiten, λευκάνετε
Τυχαίες λέξεις
Опустошать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερημώνω, οχετός, στραγγίζω, καταστρέφω, αφανίζω, ερήμωση, ερημώ, λυμαίνονται