Опытность στα ελληνικά
Μετάφραση: опытность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, ικανότητα, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взреветь στα ελληνικά - ωρύομαι, βρυχηθμός, βρυχώμαι, βοή, βρυχηθμό, βουητό, το βρυχηθμό
- вшивать στα ελληνικά - ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
- гримёр στα ελληνικά - γυναίκα, Make-up, μακιγιάζ, το μακιγιάζ, Μεγεθυντικός
- дорого στα ελληνικά - ακριβά, ακριβός, αγαπητός, πολύ ακριβά, στοργικά
Τυχαίες λέξεις
Опытность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, ικανότητα, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Μεταφράσεις: εμπειρία, ικανότητα, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών