Освидетельствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: освидетельствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτική, ανασκόπηση, έρευνα, αναθεωρώ, παραγνωρίζω, επιθεωρώ, παραβλέπω, ανασκοπώ, εποπτεύω, εξετάζω, μελέτη, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Освидетельствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анализатор στα ελληνικά - αναλυτής, αναλυτή, αναλύτη, του αναλυτή, αναλύτης
  • доспевать στα ελληνικά - μεστώνω, ωριμάζω, γίνομαι, αρμόζω, dospevat
  • дохристианский στα ελληνικά - προχριστιανική, προχριστιανικό, προχριστιανικά, προχριστιανικής, προχριστιανικών
  • завоевание στα ελληνικά - κατάκτηση, πόρθηση, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, αιχμαλωσία, κατάκτησης, κατάληψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Освидетельствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτική, ανασκόπηση, έρευνα, αναθεωρώ, παραγνωρίζω, επιθεωρώ, παραβλέπω, ανασκοπώ, εποπτεύω, εξετάζω, μελέτη, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν