Ослабление στα ελληνικά
Μετάφραση: ослабление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττώνομαι, μείωση, εκτόνωση, καταγωγή, ελάττωση, πούπουλο, ατροφία, ξεκούραση, ύφεση, κάτω, αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховой στα ελληνικά - ιππασία, ιππασίας, οδήγησης, οδήγηση, ποδηλασίας
- вопросительный στα ελληνικά - ανακριτικός, φιλοπερίεργος, ερωτηματικός, ερωτηματικές, ερωτηματική, ερωτηματικό, ερωτηματικής
- грузополучатель στα ελληνικά - εκκαθαριστής, παραλήπτης, παραλήπτη, αποδέκτη, του παραλήπτη
- жеребенок στα ελληνικά - πουλάρι, πώλου, το πουλάρι, foal, πουλαριού
Τυχαίες λέξεις
Ослабление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττώνομαι, μείωση, εκτόνωση, καταγωγή, ελάττωση, πούπουλο, ατροφία, ξεκούραση, ύφεση, κάτω, αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης
Μεταφράσεις: ελαττώνομαι, μείωση, εκτόνωση, καταγωγή, ελάττωση, πούπουλο, ατροφία, ξεκούραση, ύφεση, κάτω, αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης