Остервенение στα ελληνικά
Μετάφραση: остервенение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρενίτιδα, παραλήρημα, παραφροσύνη, ταραχή, Frenzy, παροξυσμό, μανία, φρενίτιδα της
Μεταφράσεις
- бездействующий στα ελληνικά - αργόσχολος, παθητικός, αδρανής, λιμνάζων, άνεργος, στάσιμος, τεμπέλης, ...
- брудер στα ελληνικά - brooder, επωαστική μηχανή, τεχνητής επώασης με, τεχνητής επώασης
- вареный στα ελληνικά - βραστό, βρασμένο, βραστά, βρασμένα, βράζεται
- геофизический στα ελληνικά - γεωφυσικές, γεωφυσική, γεωφυσικά, γεωφυσικών, γεωφυσικής
Τυχαίες λέξεις
Остервенение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρενίτιδα, παραλήρημα, παραφροσύνη, ταραχή, Frenzy, παροξυσμό, μανία, φρενίτιδα της
Μεταφράσεις: φρενίτιδα, παραλήρημα, παραφροσύνη, ταραχή, Frenzy, παροξυσμό, μανία, φρενίτιδα της