Отбеливаться στα ελληνικά
Μετάφραση: отбеливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλωρίνη, λευκαντικό, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взгромоздиться στα ελληνικά - κούρνια, πέρκα, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
- виновный στα ελληνικά - εγκληματίας, ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- владетель στα ελληνικά - κτήτορας, χάρακας, ρίγα, κάτοχος, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κατόχου, ...
- жгучий στα ελληνικά - καυτός, καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
Τυχαίες λέξεις
Отбеливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλωρίνη, λευκαντικό, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών
Μεταφράσεις: χλωρίνη, λευκαντικό, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών