Отводить στα ελληνικά
Μετάφραση: отводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλώ, παρεκτρέπω, συμπεριφορά, μόλυβδος, απορρίπτω, λουρί, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποκτώ, απάγω, ηγούμαι, παράγομαι, διαγωγή, ζωγραφίζω, αποσύρω, επισύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боеготовность στα ελληνικά - ετοιμότητα, ετοιμότητας, προθυμία, την ετοιμότητα, ετοιμότητά
- взметать στα ελληνικά - φτεροκοπώ, vzmetayutsya
- высокомерие στα ελληνικά - έπαρση, αλαζονεία, υπόθεση, υπεροψία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
- дергач στα ελληνικά - landrail
Τυχαίες λέξεις
Отводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλώ, παρεκτρέπω, συμπεριφορά, μόλυβδος, απορρίπτω, λουρί, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποκτώ, απάγω, ηγούμαι, παράγομαι, διαγωγή, ζωγραφίζω, αποσύρω, επισύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Μεταφράσεις: αντλώ, παρεκτρέπω, συμπεριφορά, μόλυβδος, απορρίπτω, λουρί, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποκτώ, απάγω, ηγούμαι, παράγομαι, διαγωγή, ζωγραφίζω, αποσύρω, επισύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν