Отдаваться στα ελληνικά
Μετάφραση: отдаваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίδω, ηχώ, δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апологетический στα ελληνικά - απολογητικός, απολογητική, απολογητικό, απολογητικά, απολογητικές
- близ στα ελληνικά - πλάι, δίπλα, γύρω, περί, περίπου, για, σε, ...
- взяткодатель στα ελληνικά - δωροδοκών, δωροδοκούντα
- всеобщий στα ελληνικά - γενικός, συνολικός, ολικός, στρατηγός, σύνολο, κοινός, παγκόσμιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Отдаваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίδω, ηχώ, δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται
Μεταφράσεις: παραδίδω, ηχώ, δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται