Отделывать στα ελληνικά
Μετάφραση: отделывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλειος, τέλος, κερνώ, θεραπεύω, βάζω, τελειοποιώ, καλλιεργώ, επεξεργάζομαι, κέρασμα, τοποθετώ, σκαλίζω, βερνίκι, επονομάζω, κουρεύω, τελειώνω, λουστράρω, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, τερματισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блесна στα ελληνικά - κουτάλι, κουταλιού, το κουτάλι, μετακινήστε με το κουτάλι, ένα κουτάλι
- взрывчатый στα ελληνικά - εκρηκτικός, εκρηκτική, εκρηκτικό, εκρηκτικές, εκρηκτικά
- высокопарность στα ελληνικά - μεγαλορρημοσύνη, μεγαλορρήμονας, πομπώδης, μεγαλοστομία, στόμφο
- гудение στα ελληνικά - έξαρση, ωρύομαι, βουίζω, βρυχηθμός, βρυχώμαι, κηφήνας, γκρινιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Отделывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλειος, τέλος, κερνώ, θεραπεύω, βάζω, τελειοποιώ, καλλιεργώ, επεξεργάζομαι, κέρασμα, τοποθετώ, σκαλίζω, βερνίκι, επονομάζω, κουρεύω, τελειώνω, λουστράρω, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, τερματισμού
Μεταφράσεις: τέλειος, τέλος, κερνώ, θεραπεύω, βάζω, τελειοποιώ, καλλιεργώ, επεξεργάζομαι, κέρασμα, τοποθετώ, σκαλίζω, βερνίκι, επονομάζω, κουρεύω, τελειώνω, λουστράρω, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, τερματισμού