Откопать στα ελληνικά
Μετάφραση: откопать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, σαρκασμός, κέντρισμα, νύξη, ξεθάβω, σκάψουν, ξεθάψουν, σκάψουμε, σκάψει επάνω
Μεταφράσεις
- апатия στα ελληνικά - αδιαφορία, απάθεια, απάθειας, η απάθεια, την απάθεια
- балаган στα ελληνικά - παράπηγμα, δείχνω, παράσταση, θάλαμος, πάγκος, εμφαίνω, φάρσα, ...
- бесстрастный στα ελληνικά - ψυχρός, ατάραχος, ράθυμος, αδιάφορος, απαθής, οκνός, την απάθεια, ...
- дигиталис στα ελληνικά - δακτυλίτιδα, δακτυλίτιδας, digitalis, της δακτυλίτιδας, η δακτυλίτιδα
Τυχαίες λέξεις
Откопать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, σαρκασμός, κέντρισμα, νύξη, ξεθάβω, σκάψουν, ξεθάψουν, σκάψουμε, σκάψει επάνω
Μεταφράσεις: σκάβω, σαρκασμός, κέντρισμα, νύξη, ξεθάβω, σκάψουν, ξεθάψουν, σκάψουμε, σκάψει επάνω