Отмучивать στα ελληνικά

Μετάφραση: отмучивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, καταβυθισμένα, καθαρισμένα με έκπλυση
Отмучивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благополучие στα ελληνικά - ευτυχία, πρόνοια, ευημερία, ευεξία, ευημερίας, την ευημερία, ευεξίας
  • близ στα ελληνικά - πλάι, δίπλα, γύρω, περί, περίπου, για, σε, ...
  • гермафродитизм στα ελληνικά - ερμαφροδιτισμός, ερμαφροδιτισμού, ερμαφροδιτισμό
  • долг στα ελληνικά - παθητικό, υποχρέωση, γραφείο, θώκος, δασμοί, δωσιδικία, βάρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Отмучивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, καταβυθισμένα, καθαρισμένα με έκπλυση