Оточить στα ελληνικά
Μετάφραση: оточить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, ακονίζω, otochit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- броский στα ελληνικά - ηχηρός, αξιοσημείωτος, ορατός, περίβλεπτος, περίοπτος, βροντερός, καταφανής, ...
- веско στα ελληνικά - με, με το, με την, με τις, με τα
- дарвинистский στα ελληνικά - δαρβίνειος, Δαρβινικών, Δαρβινική, Δαρβίνεια, Δαρβινικής
- догматичный στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Τυχαίες λέξεις
Оточить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, otochit
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, otochit