Отплытие στα ελληνικά
Μετάφραση: отплытие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεύση, αναχώρηση, απόκλιση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
Μεταφράσεις
- бездейственный στα ελληνικά - απραξία, παθητικός, μάταιος, ματαιόδοξος, μάταια, μάταιη, μάταιες
- безрассудно στα ελληνικά - τυφλά, απερισκέπτως, ακρίτως, απερίσκεπτα, βιαστικά, βάζουμε βιαστικά στο ίδιο
- валяльщик στα ελληνικά - πληρέστερη, αναπτύσσονται διεξοδικώς, συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς, πληρέστερης, πληρέστερο
- восхвалять στα ελληνικά - εκθειάζω, μεγαλοποιώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Τυχαίες λέξεις
Отплытие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεύση, αναχώρηση, απόκλιση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
Μεταφράσεις: πλεύση, αναχώρηση, απόκλιση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση