Отравляющий στα ελληνικά

Μετάφραση: отравляющий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοξικός, φαρμακερός, δηλητηριώδης, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από, δηλητηρίασης από
Отравляющий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангар στα ελληνικά - υπόστεγο για αεροπλάνα, υπόστεγο, υπόστεγου, υποστέγου, υπόστεγο αεροσκαφών
  • вертун στα ελληνικά - Vertunov
  • височный στα ελληνικά - εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
  • гавот στα ελληνικά - γκαβόττα, γαλλικός αγροτικός χορός, είδος παλαιού χορού
Τυχαίες λέξεις
Отравляющий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοξικός, φαρμακερός, δηλητηριώδης, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από, δηλητηρίασης από