Отрасль στα ελληνικά
Μετάφραση: отрасль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωράφι, κτήση, τομέας, αρμοδιότητα, γραμμή, υποκατάστημα, κλάδος, περιοχή, κλαδί, πεδίο, ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, κυριαρχία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассоциироваться στα ελληνικά - συσχετίζω, συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
- беспересадочный στα ελληνικά - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, thro, τα thro
- декларативный στα ελληνικά - ξιπασμένος, δηλωτικός, δηλωτικό, αναγνωριστική, αναγνωριστικής, δηλωτικό χαρακτήρα
- жиреть στα ελληνικά - τροφαντός, παίρνω, παχουλός, αποκτώ, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Отрасль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωράφι, κτήση, τομέας, αρμοδιότητα, γραμμή, υποκατάστημα, κλάδος, περιοχή, κλαδί, πεδίο, ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, κυριαρχία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Μεταφράσεις: χωράφι, κτήση, τομέας, αρμοδιότητα, γραμμή, υποκατάστημα, κλάδος, περιοχή, κλαδί, πεδίο, ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, κυριαρχία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου