Отрок στα ελληνικά
Μετάφραση: отрок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παιδί, εφηβικός, αγόρι, έφηβος, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Μεταφράσεις
- ввериться στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, vveritsya
- гласный στα ελληνικά - κοινός, φωνήεν, φωνήεντος, φωνηέντων, το φωνήεν, φωνήεντα
- громила στα ελληνικά - διαρρήκτης, κλέπτης διά ρήξεως
- динамик στα ελληνικά - ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
Τυχαίες λέξεις
Отрок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παιδί, εφηβικός, αγόρι, έφηβος, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Μεταφράσεις: παιδί, εφηβικός, αγόρι, έφηβος, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι