Отросток στα ελληνικά
Μετάφραση: отросток, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακλάδι, παράρτημα, σπιρούνι, κλαδί, σπιρουνίζω, βλαστός, κεντρίζω, πυροβολώ, παρακινώ, διακλάδωση, εκτινάσσω, υποκατάστημα, προσάρτημα, κλάδος, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакуум στα ελληνικά - κατάθλιψη, ύφεση, κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
- воспламеняться στα ελληνικά - πυροβολώ, φωτιά, ερεθίζω, πυρκαγιά, απολύω, αναφλέγονται, αναφλεγεί, ...
- дебушировать στα ελληνικά - ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
- десятиугольный στα ελληνικά - δεκαγώνος
Τυχαίες λέξεις
Отросток στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακλάδι, παράρτημα, σπιρούνι, κλαδί, σπιρουνίζω, βλαστός, κεντρίζω, πυροβολώ, παρακινώ, διακλάδωση, εκτινάσσω, υποκατάστημα, προσάρτημα, κλάδος, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης
Μεταφράσεις: παρακλάδι, παράρτημα, σπιρούνι, κλαδί, σπιρουνίζω, βλαστός, κεντρίζω, πυροβολώ, παρακινώ, διακλάδωση, εκτινάσσω, υποκατάστημα, προσάρτημα, κλάδος, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης