Отрывочный στα ελληνικά
Μετάφραση: отрывочный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόχειρος, ακανόνιστος, αποσπασματικός, άτακτος, ατελής, σχηματικό, περιγραμματικές, πρόχειρες, περιγραμματική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атеизм στα ελληνικά - αθεϊστής, άθεος, αθεϊσμός, αθεϊσμό, αθεϊσμού, αθεΐα, τον αθεϊσμό
- дебитор στα ελληνικά - οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
- дырка στα ελληνικά - τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας
- единоличный στα ελληνικά - προσωπικός, ατομικός, πέλμα, γλώσσα, άτομο, σόλα, μόνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Отрывочный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόχειρος, ακανόνιστος, αποσπασματικός, άτακτος, ατελής, σχηματικό, περιγραμματικές, πρόχειρες, περιγραμματική
Μεταφράσεις: πρόχειρος, ακανόνιστος, αποσπασματικός, άτακτος, ατελής, σχηματικό, περιγραμματικές, πρόχειρες, περιγραμματική