Отступаться στα ελληνικά
Μετάφραση: отступаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, αποποιούμαι, πίσω, πίσω κάτω, πίσω κάτω από, πάλι κάτω, υποχωρήσει
Μεταφράσεις
- афинянин στα ελληνικά - Αθηναίος, Αθηναϊκή, Αθηναϊκής, αθηναϊκό, αθηναϊκού
- вдаль στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, την απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, με την απόσταση
- вольница στα ελληνικά - Libertines
- голословный στα ελληνικά - άδειος, τσίτσιδος, γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Τυχαίες λέξεις
Отступаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, αποποιούμαι, πίσω, πίσω κάτω, πίσω κάτω από, πάλι κάτω, υποχωρήσει
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, αποποιούμαι, πίσω, πίσω κάτω, πίσω κάτω από, πάλι κάτω, υποχωρήσει