Отупелый στα ελληνικά
Μετάφραση: отупелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουντός, πληκτικός, μουχρός, βαρετός, stupefied
Μεταφράσεις
- взгромождать στα ελληνικά - πέρκα, κούρνια, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
- восстанавливать στα ελληνικά - ξαναρχίζω, μειώνω, προβαίνω, αναζωογονώ, αποκαθιστώ, προχωρώ, αναβιώνω, ...
- вышеприведенный στα ελληνικά - άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
- дремлющий στα ελληνικά - μαχμουρλής, νυσταγμένος, κοιμισμένος, αδρανές, αδρανοποιημένων, αδρανής, αδρανοποιημένα
Τυχαίες λέξεις
Отупелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουντός, πληκτικός, μουχρός, βαρετός, stupefied
Μεταφράσεις: μουντός, πληκτικός, μουχρός, βαρετός, stupefied