Отучать στα ελληνικά

Μετάφραση: отучать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, αντεπίθεση, αποκόβω, αποσπώ, θεραπεύω, διάλλειμα, παστώνω, διάλειμμα, σπάζω, καπνίζω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Отучать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апробированный στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
  • внушительный στα ελληνικά - δίκαιος, σημαντικός, σεμνοπρεπής, σοβαρός, αισθητός, πανηγύρι, ξανθός, ...
  • выгнуть στα ελληνικά - καμπύλη, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, αψίδα, γέρνω, κυρτώνω, ...
  • выгрузиться στα ελληνικά - ξεφορτώνω, αδειάζω, αποβιβάζονται, αποβιβασθεί, αποβιβαστούν, αποβιβάζει, αποβιβαστεί
Τυχαίες λέξεις
Отучать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, αντεπίθεση, αποκόβω, αποσπώ, θεραπεύω, διάλλειμα, παστώνω, διάλειμμα, σπάζω, καπνίζω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν