Отчалить στα ελληνικά
Μετάφραση: отчалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίξιμο, βολή, επιτελείο, ιστίο, πανί, ιστίου, πανιά, πανιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волан στα ελληνικά - κόμματος, πουλί, φτερό, Φτερού, shuttlecock, Ποδοπτέρισης
- выздоравливать στα ελληνικά - επανακτώ, ανακτώ, παίρνω, αποκτώ, αναρρώνω, ανάκτηση, ανακτήσει, ...
- добываемый στα ελληνικά - παράγεται, που παράγεται, που παράγονται, παράγονται, παραχθεί
- допечатка στα ελληνικά - εντύπωση, επιτύπωση, επιτύπωσης, επιτυπωμένες, υπερτύπωσης, overprint
Τυχαίες λέξεις
Отчалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίξιμο, βολή, επιτελείο, ιστίο, πανί, ιστίου, πανιά, πανιού
Μεταφράσεις: ρίξιμο, βολή, επιτελείο, ιστίο, πανί, ιστίου, πανιά, πανιού