Отшельник στα ελληνικά

Μετάφραση: отшельник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερημίτης, ασκητικός, ασκητής, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
Отшельник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • близнец στα ελληνικά - δίδυμο, δίδυμος, μονά, δύο μονά, twin
  • ветошь στα ελληνικά - κουρέλι, πήζω, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
  • галера στα ελληνικά - γαλέρα, κάτεργο, τριήρης, μαγειρείων, μαγειρείο, μαγειρεία
  • дивиться στα ελληνικά - αναρωτιέμαι, θαύμα, διερωτώμαι, θαυμασμός, Marvel, θαυμάστε, της Marvel, ...
Τυχαίες λέξεις
Отшельник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερημίτης, ασκητικός, ασκητής, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή