Отшлифовывать στα ελληνικά
Μετάφραση: отшлифовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, λούστρο, γυαλίζω, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анестезия στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- бузина στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
- бурав στα ελληνικά - άσκηση, τροχός, φίμωτρο, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπητής, δειγματοληπτών, ...
- дезактивация στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, απορρύπανσης, την απολύμανση, απορρύπανση
Τυχαίες λέξεις
Отшлифовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, λούστρο, γυαλίζω, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Μεταφράσεις: λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, λούστρο, γυαλίζω, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind