Отягчить στα ελληνικά
Μετάφραση: отягчить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλέθω, λιώνω, αγγαρεία, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альтруистический στα ελληνικά - αλτρουιστικός, αλτρουιστική, αλτρουιστικά, αλτρουιστικό, αλτρουιστικής
- бунтовщик στα ελληνικά - επαναστατώ, ταραξίας, επαναστάτης, αντάρτης, ανταρτών, των ανταρτών, επαναστάτη
- всадник στα ελληνικά - αναβάτης, ιππότης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
- друг στα ελληνικά - φίλοι, φίλος, φίλη, σύντροφος, φίλο, φίλου, ο φίλος
Τυχαίες λέξεις
Отягчить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλέθω, λιώνω, αγγαρεία, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει
Μεταφράσεις: αλέθω, λιώνω, αγγαρεία, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει