Оцеплять στα ελληνικά

Μετάφραση: оцеплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαισίωση, περικυκλώνω, πλαισιώνω, πολιορκώ
Оцеплять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взбивать στα ελληνικά - νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
  • время στα ελληνικά - διάστημα, ώρα, χρόνος, περίοδος, μέρα, αύριο, καιρός, ...
  • голубиный στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριού, περιστεριώνες
  • журавль-красавка στα ελληνικά - δεσποινίς, Demoiselle
Τυχαίες λέξεις
Оцеплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαισίωση, περικυκλώνω, πλαισιώνω, πολιορκώ