Очинить στα ελληνικά
Μετάφραση: очинить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, επισημαίνω, ξύνω, ακονίζω, αιχμή, στίγμα, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабий στα ελληνικά - θηλυκός, γυναικείος, γυναίκας, της γυναίκας, γυναίκα, γυναικείο
- возбудимый στα ελληνικά - ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
- док στα ελληνικά - προβλήτα, αποβάθρα, λάπαθο, αράζω, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, ...
- завить στα ελληνικά - μπούκλα, κύμα, κατσαρώνω, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Τυχαίες λέξεις
Очинить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, επισημαίνω, ξύνω, ακονίζω, αιχμή, στίγμα, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: δείχνω, επισημαίνω, ξύνω, ακονίζω, αιχμή, στίγμα, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν