Ошарашить στα ελληνικά

Μετάφραση: ошарашить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρούση, κραδασμός, χτυπώ, σοκ, απεργία, ζαλίζω, συντρίβω, αποστομώσουμε
Ошарашить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безделица στα ελληνικά - πραγματάκι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, το μικροπράγμα, παίζω
  • демократизация στα ελληνικά - εκδημοκρατισμός, εκδημοκρατισμού, εκδημοκρατισμό, τον εκδημοκρατισμό, του εκδημοκρατισμού
  • дилер στα ελληνικά - έμπορος, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
  • ежевика στα ελληνικά - βάτος, βατόμουρα, τα βατόμουρα, μούρα, βατόμουρων, βατόμουρο
Τυχαίες λέξεις
Ошарашить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρούση, κραδασμός, χτυπώ, σοκ, απεργία, ζαλίζω, συντρίβω, αποστομώσουμε