Пайщик στα ελληνικά

Μετάφραση: пайщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Пайщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангельский στα ελληνικά - αγγελικός, αγγελική, αγγελικό, αγγελικά, αγγελικές
  • антон στα ελληνικά - Anton, Ο Anton, Άντον, τον Anton, του Anton
  • воспитанник στα ελληνικά - μαθήτρια, μαθητής, μαθητή, μαθητών, κόρης, των μαθητών
  • даритель στα ελληνικά - δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
Τυχαίες λέξεις
Пайщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων